- σταυρανθής
- -ές, Νβοτ.1. (για φυτό) αυτός στον οποίο τα πέταλα τού άνθους έχουν σταυροειδή διάταξη2. (συν. στο ουσ. στον πληθ. ως ουσ.) τα σταυρανθήμεγάλη οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής τάξης καππαρώδη που περιλαμβάνει 350 γένη και 3.200 περίπου είδη ποωδών, κυρίως, φυτών, αλλ. βρασσικίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + -ανθής (< άνθος), απόδοση στην ελλ. τού γαλλ. crucifere < λατ. crux, cruis «σταυρός» / fero «φέρω». Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη].
Dictionary of Greek. 2013.